- ἐκκρίτους
- ἔκκριτοςpicked outmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταγεύω — Α [ταγός] 1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός*, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.) 2. είμαι αρχηγός φρατρίας 3. μέσ. ταγεύομαι διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας… … Dictionary of Greek